ἀντικνήμιον

ἀντικνήμιον
ἀντικνήμιον
part of the leg in front of the
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τἀντικνήμιον — ἀντικνήμιον , ἀντικνήμιον part of the leg in front of the neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τὠντικνήμιον — ἀντικνήμιον , ἀντικνήμιον part of the leg in front of the neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντικνημίοις — ἀντικνήμιον part of the leg in front of the neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντικνημίοισι — ἀντικνήμιον part of the leg in front of the neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντικνημίου — ἀντικνήμιον part of the leg in front of the neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντικνημίων — ἀντικνήμιον part of the leg in front of the neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντικνημίῳ — ἀντικνήμιον part of the leg in front of the neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντικνήμια — ἀντικνήμιον part of the leg in front of the neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άντζα — η (Μ ἄντζα) 1. η λακκούβα κάτω από το γόνατο, και επεκτ. η κνήμη 2. ο μηρός 3. το σκέλος 4. ο ταρσός. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολογίας παρά το πλήθος των προτεινόμενων ετυμολογικών ερμηνειών. Πιθανώς < ουσ. αντζί < αντίον «εργαλείο… …   Dictionary of Greek

  • αντίκλα — η κνήμη, σκέλος, αρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντικλήνι( ον) < αρχ. αντικνήμιον «το πρόσθιο μέρος της κνήμης». Ο τ. αντικλήνι( ον) με ανομοίωση αντί αντικνή(μ)νιον. Η κατάληξη νι με απλοποίηση του μνι σε νι κατά τα πολλά ουδ. σε νι, νια] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”